συστρεμματάρχης

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὁ, Α
τίτλος τών τεσσάρων εκτάκτων, τών στρατιωτικών που ήταν αποσπασμένοι σε μονάδα ψιλών, δηλαδή ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύστεμμα, -ατος «πλήθος, λόχος» + -άρχης].