φερέχαιρος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek (Liddell-Scott)

φερέχαιρος: Γαβριήλ, ὁ τὸ χαῖρε φέρων τῇ Μαρίᾳ, Θεόδ. Στουδ. σ. 741, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(ως προσωνυμία του αρχαγγέλου Γαβριήλ) αυτός που μεταφέρει τον χαιρετισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + χαῖρε].