συνημίτονο
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
το, Ν
μαθημ. το ημίτονο του συμπληρώματος μιας γωνίας, που συμβολίζεται με συν ή cos.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ημίτονο. Η λ., στον λόγιο τ. συνημίτονον, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη].