συρίκι
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
και σιρίκι, το, Ν
1. ποικιλία σταφυλιού μαύρου χρώματος
2. ο σύρικας
3. είδος κόκκινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συρικόν (χρώμα), ουδ. του συρικός, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. συρίκιον].