γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
η, Νβοτ. γένος φυτών, τυπικό της οικογένειας τεΐδες, στο οποίο ανήκει το τεϊόδενδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. thea < νεολατ. thea (βλ. λ. τέιο)].