τετάρτι

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Μ τέταρτος
1. το τεταρτημόριο
2. (ιδίως) το ένα από τα τέσσερα μέρη ενός σφαγίου («το μπροστινό τετάρτι»).