τοπομετρία

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(τοπογρ.) κλάδος της τοπογραφίας που ασχολείται με τις μετρήσεις και τις απεικονίσεις τών θέσεων διαφόρων σημείων του εδάφους υπό την έννοια της επίπεδης παράστασης τών θέσεων.