υψιβίας
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
και ιων. τ. ὑψιβίης, ὁ, Α
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυ-βίας].