φαέθω

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

(φάω)

   A shine, only in part. φαέθων (exc. 3sg. φαέθει, Hsch.), radiant, epith. of the sun, Il.11.735, Od.5.479, 11.16, Hes.Th.760, S.El.824 (lyr.), E.El.464 (lyr.).    2 abs., the sun, AP5.273 (Paul. Sil.), 9.137 (Hadr.); πάννυχα καὶ φαέθοντα nights and days, S.Aj. 929 (lyr.).    b of the moon, φαέθουσα καὶ αὐγάζουσα PMag.Par. 1.2558.    II as pr. n.,    1 Φαέθων, ὁ, one of the light-bringing steeds of Eos, Od.23.246.    2 son of Eos and Cephalus, Hes. Th.987.    3 son of Helios, famous for his unlucky driving of the sun-chariot, E.Hipp.739 (lyr.), Arist.Mete.345a15; subject of play by E.    b the Sun, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82, Nonn.D. 5.81.    c the constellation Auriga, ib.1.357, 38.424.    4 the planet Jupiter, Arist.Mu.392a24, Eudox.Ars 5.14, Cic.ND2.20.52.

German (Pape)

[Seite 1249] leuchten, aber gebräuchlich war wohl nur das part. φαέθων, leuchtend, scheinend, bei Hom. Il. 11, 735 Od. 5, 479. 11, 16. 19, 441 Beiwort des Sonnengottes; so auch Hes. u. Soph. El. 814; Eur. El. 465; πάννυχα καὶ φαέθοντα, bei Nacht und bei Tage, Soph. Ai. 930; VLL. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

φαέθω: (ἴδε φάω) λάμπω, εὑρισκόμενον μόνον· ἐν τῇ μετοχ. φαέθων, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, ὡς ἐπίθ. τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Λ. 735, Ὀδ. Ε. 479, Λ. 16, Ἡσ. Θεογ. 760 οὕτω Σοφ. Ἠλ. 824, Εὐρ. Ἠλ. 464 (ἐν λυρ. χωρίοις). 2) ἀπολ., ἥλιος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 274., 9. 137· ― πάννυχα καὶ φαέθοντα, νύκτα καὶ ἡμέραν. Σοφ. Αἴ. 930. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, 1) Φαέθων, ὁ, εἷς τῶν ἵππων τῆς Ἠοῦς τῶν φερόντων τὸ φῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, Ὀδ. Ψ. 246· πρβλ. Λάμπος. 2) ὁ υἱὸς τῆς Ἠοῦς καὶ τοῦ Κεφάλου (ἢ τοῦ Τιθωνοῦ κατὰ τὸν Ἀπολλόδ. 3. 14, 3), ἀπαχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσ. Θεογ. 987. 3) υἱὸς τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Κλυμένης περίφημος γενόμενος ἐν τοῖς μεταγενεστέροις μύθοις ἐπὶ τῷ δυστυχήματι ὅπερ ἐγένετο αὐτῷ ἐν τῷ ἡνιοχεῖν τοὺς ἵππους τοῦ Ἡλίου, Ἑλλάν. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 135, Εὐρ. Ἱππ. 740, πρβλ. τὰ Ἀποσπάσματα αὐτοῦ τῆς τραγῳδίας Φαέθων. 4) ὁ πλανήτης Ζεύς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 9, Κικ. Ν. D. 2. 20.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. φαέθων, οντος;
brillant ép. du soleil;
subst. ὁ φαέθων le soleil, le jour : πάννυχα καὶ φαέθοντα SOPH nuit et jour.
Étymologie: φάος.

Spanish

radiante

Greek Monolingual

Α
(εύχρ. μόνον το αρσ. της μτχ. ενεστ.) βλ. φαέθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαFε- (πρβλ. φάε, γ' εν. ενός αορ., βλ. και λ. φως) + ενεστωτικό επίθημα -θω (πρβλ. τελέ-θω, φλεγέ-θω). Το ρ. απαντά μόνο στον τ. της μτχ. φαέθων, από όπου και το κύριο όν. Φαέθων].