φιλάρετος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A lover of virtue, Arist.EN1099a11; θεός Ph.1.19; generally, virtuous, Alex.Trall.8.2.

German (Pape)

[Seite 1275] der die Tugend liebt, Freund der Tugend, Arist. Nicom. 1, 8,10.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάρετος: [ᾰ], -ον, ὁ τὴν ἀρετὴν φιλῶν, φίλος τῆς ἀρετῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la vertu, vertueux.
Étymologie: φίλος, ἀρετή.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αρετή («τὸν Θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον», Φίλ.).
επίρρ...
φιλαρέτως Μ
κατά τρόπο φιλάρετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -άρετος (< ἀρετή), πρβλ. ἐν-άρετος, παν-άρετος].