[Seite 1319] ὁ, ἡ, s. φυσήφρων.
φυσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, πεφυσημένος τὰς φρένας, μάταιος, Ἡσύχ.
-όνος, ὁ, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πεφυσημένος τὰς φρένας, μάταιος».[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. σώ-φρων].