χαρισματικός
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν χάρισμα, -ίσματος]
αυτός που έχει πολλά χαρίσματα, πολλά προσόντα («χαρισματικός ηγέτης»).