χειλοφύλαξ

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος

   A, ὁ bandage for the lips, Heliod. ap. Orib.48.35.

Greek (Liddell-Scott)

χειλοφύλαξ: κος, ὁ, χειλέων φύλαξ, Cecchii Chriurg. velt. σελ. 8.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
επίδεσμος κατάλληλος για τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + φύλαξ.