ὀνάτωρ, Dor. for ὄνησις, ὀνήτωρ.
ὄνᾱσις: ὀνάτωρ, Δωρ. ἀντὶ ὄνησις, ὀνήτωρ.
dor. c. ὄνησις.
ὄνᾱσις: ὀνάτωρ, Δωρ. αντί ὄνησις, ὀνήτωρ.