φάνοισθε, fut. opt. Act. and Med. of φαίνω.
φᾰνοίην: φάνοισθι, εὐκτ, ἐνεργ. καὶ μέσ. μέλλ. τοῦ φαίνω.
φᾰνοίην: ευκτ. μέλ. του φαίνω.