ἐνιζεύγνυμι
English (LSJ)
or ἐνιζευγνύω, poet. for ἐνζ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιζεύγνῡμι: ἢ -ύω, ποιητ. ἀντὶ ἐνζεύγνυμι, -ύω.
Greek Monotonic
ἐνιζεύγνῡμι: ποιητ. αντί ἐν-ζεύγνυμι.
or ἐνιζευγνύω, poet. for ἐνζ-.
ἐνιζεύγνῡμι: ἢ -ύω, ποιητ. ἀντὶ ἐνζεύγνυμι, -ύω.
ἐνιζεύγνῡμι: ποιητ. αντί ἐν-ζεύγνυμι.