ἀπαρίθμησις

Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A counting over, ὀνομάτων Th. 5.20, cf. Alex.Aphr. in Top.425.8, Procl.in Prm.p.908 S., in Ti.1.15 D., al.:—Adj. ἀπᾰριθμ-ητικός, ή, όν, Sch.Hermog.Id. in Rh.7.1027 W.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, das Aufzählen, Thuc. 5, 20; Schol. Il. 1, 1 vom Schiffskatalog.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰρίθμησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, ὀνομάτων Θουκ. 5. 20· ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, Γρηγ. Ναζ. - Ὡσαύτως, ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, Ρήτορες (Walz) 7. 1027. - Ρημ. ἐπίθ. -ητέον Βυζ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénombrement.
Étymologie: ἀπαριθμέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
enumeración, recuento ὀνομάτων Th.5.20, τῶν ὑπάτων D.C.49.39.1, cf. Alex.Aphr.in Top.425.8, Procl.in Prm.1166.38, in Ti.1.15.13, Sch.Hermog.Id. en Rh.7.1027, PBeatty Panop.2.42 (III d.C.).

Greek Monotonic

ἀπᾰρίθμησις: -εως, ἡ, καταμέτρηση, υπολογισμός, σε Θουκ.