διπλοίζω
English (LSJ)
A = διπλασιάζω, A.Ag.835; cf. ἐπιδιπλοίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διπλοίζω: διπλασιάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 835· πρβλ. ἐπιδιπλοίζω.
French (Bailly abrégé)
c. διπλοΐζω.
Spanish (DGE)
doblar, duplicar, ἄχθος A.A.835.
Greek Monotonic
διπλοίζω: = διπλασιάζω, σε Αισχύλ.