ἡμίδουλος

Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.

German (Pape)

[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίδουλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.

Greek Monotonic

ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.