κλαύσομαι
Greek (Liddell-Scott)
κλαύσομαι: μέλλ. τοῦ κλαίω, Δωρ. κλαυσοῦμαι.
French (Bailly abrégé)
v. κλαίω.
Greek Monotonic
κλαύσομαι: Δωρ. κλαυσοῦμαι, μέλ. του κλαίω.
κλαύσομαι: μέλλ. τοῦ κλαίω, Δωρ. κλαυσοῦμαι.
v. κλαίω.
κλαύσομαι: Δωρ. κλαυσοῦμαι, μέλ. του κλαίω.