κεχωρισμένως

Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv., (χωρίζω)

   A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.

German (Pape)

[Seite 1429] abgesondert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.

French (Bailly abrégé)

adv.
séparément.
Étymologie: κεχωρισμένος, part. pf. Pass. de χωρίζω.

Greek Monolingual

κεχωρισμένως (Α)
επίρρ. χωριστά («καὶ ταῡτ' εἴτε κεχωρισμένως ὑπάρχει τισὶν εἴτε τοῑς αὐτοῑς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχωρισμένος < μτχ. παθ. παρακμ. κεχώρισμαι < χωρίζω.

Greek Monotonic

κεχωρισμένως: επίρρ., (χωρίζω), ξεχωριστά, σε Αριστ.