πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
μάκων: μᾱκώνιον, μᾱκωνίς, ἴδε μηκ-.
μάκων, -ωνος, ὁ (Α) (δωρ.τ.) βλ. μήκων.
μάκων: [ᾱ], Δωρ. αντί μήκων.