μεριμνητής

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.

Greek Monolingual

μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monotonic

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.