προμηθία

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

προμηθίη, v. προμήθεια.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. προμήθεια.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.

Greek Monotonic

προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.