συναναζεύγνυμι

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A set out along with, Plu.Eum. 3.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζεύγνυμι), mit od. zugleich aufbrechen, Plut. Eum. 3.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζεύγνῡμι: ἀναζεύγνυμι, ἐκκινῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλουτ. Εὐμέν. 3. ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

lever le camp en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συναναζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.