τρυγόῳεν

Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. opt. épq. de τρυγάω.

Greek Monotonic

τρῠγόῳεν: Επικ. αντί τρυγῶεν, γʹ πληθ. ευκτ. του τρυγάω.