ἕᾰται: ἕατο, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι.
3ᵉ pl. prés. ion. de ἧμαι.
see ἧμαι.
v. ἧμαι.
ἕᾰται: ἕατο, Ιων. αντί ἧνται, ἧντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.
ἕᾰται: и εἵαται (= ἧνται) эп. 3 л. pl. praes. к ἧμαι.