καταμέτρημα

Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A unit of measurement, Epicur.Ep.1p.17U.

German (Pape)

[Seite 1363] τό, das Vermessene, die Vermessung, Epicur. bei D. L. 10, 59.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέτρημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 59.

Greek Monolingual

το (AM καταμέτρημα) καταμετρώ
καταμέτρηση.

Russian (Dvoretsky)

καταμέτρημα: ατος τό измерение, мера Epicur. ap. Diog. L.