πολύπλανος

Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A = πυλυπλανής, πλάναι Id.Pr.585 (lyr.); κόραι E.Ph.661 (lyr.), cf.AP6.69 (Maced.): in late Prose, Paul.Al. M.3.

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, Αἰσχύλ. Πρ. 585, Εὐρ. Φοίν. 661, Ἀνθ. Π. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυπλάνητος.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ-πλανος].

Greek Monotonic

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλᾰνος: 1) много странствующий, блуждающий: πολύπλανοι πλάναι Aesch. бесконечные скитания;
2) глядящий по всем направлениям, т. е. бдительный (κόραι Eur.).