μεθοδικῶς
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
μεθοδικῶς: Ἐπίρρ. μετὰ μεθόδου, Πολύβ. 5. 98, 10., 9. 25, 5, κλ.
μεθοδικῶς: методически (χειρίζειν Polyb.).