ὁμοκέλευθος

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A going together, Pl.Cra.405d.

German (Pape)

[Seite 337] von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευθον – ἀκόλουθον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοκέλευθος: -ον, ὁ ὁμοῦ πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.

Greek Monolingual

ὁμοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέλευθος «οδός»].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοκέλευθος: ὁ попутчик, спутник Plat.