δεκαεννέα
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Spanish (DGE)
diecinueve, PSI 396.12 (III a.C.), Didyma 428.9 (III a.C.), SEG 26.672.39 (Larisa II a.C.), D.S.12.71, PSI 1057.20 (I d.C.), I.Ap.1.97, Plu.2.932b, D.C.68.33.3, Clem.Al.Strom.1.21.128, OMich.402.4 (III d.C.), PCol.165.8 (IV d.C.).
Greek Monolingual
(AM δεκαεννέα)
(απόλ. αριθμ.) ποσό μιας δεκάδας και εννέα μονάδων.
Russian (Dvoretsky)
δεκαεννέα: οἱ, αἱ, τά indecl. Diod. = ἐννεακαίδεκα.