γωνιόπους

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, γωνιόπουν, τό, gen. ποδος,

   A crook-footed, D.L.9.116.

German (Pape)

[Seite 512] winkel-, d. i. krummfüßig, D. L. 9, 116.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιόπους: ὁ, ἡ,-ποῦν, τ ό, ὁ ἔχων διεστραμμένους τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 9. 116.

Spanish (DGE)

-ποδος patituerto Ζεῦξις D.L.9.116.

Russian (Dvoretsky)

γωνιόπους: ποδος adj. кривоногий Diog. L.