3ᵉ sg. sync. ao.2 Moy. de ἐλελίζω¹.
ἐλέλικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἐλελίζω (Α).
ἐλέλικτο: эп. sync. 3 л. sing. aor. 2 med. к ἐλελίζω II.