ἀγωνίδαται
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de ἀγωνίζομαι (p. *ἠγωνιζ-νται).
Greek Monotonic
ἀγωνίδαται: βλ. ἀγωνίζομαι Β.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνίδαται: Her. 3 л. pl. pf. pass. к ἀγωνίζομαι.
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de ἀγωνίζομαι (p. *ἠγωνιζ-νται).
ἀγωνίδαται: βλ. ἀγωνίζομαι Β.
ἀγωνίδαται: Her. 3 л. pl. pf. pass. к ἀγωνίζομαι.