Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Menander, Monostichoi, 344Greek (Liddell-Scott)
κωμάσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κωμάζω.
Greek Monotonic
κωμάσδω: Δωρ. αντί κωμάζω.
Russian (Dvoretsky)
κωμάσδω: дор. Theocr. = κομάζω.