ἐξειλύομαι
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Russian (Dvoretsky)
ἐξειλύομαι: извиваться, клубиться (δράκοντες ἐξειλυσθέντες - v. l. ἐξειληθέντες - ἐπὶ χθονί Theocr.).
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
ἐξειλύομαι: извиваться, клубиться (δράκοντες ἐξειλυσθέντες - v. l. ἐξειληθέντες - ἐπὶ χθονί Theocr.).