πλησιέστερος

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. πλησίος fin.

German (Pape)

[Seite 635] πλησιέστατος, = πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, s πλησίος.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιέστερος: -έστατος, ἴδε πλησίος ἐν τέλει.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησιέστερος comp. van πλησίος.