τανταλεία

Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. ταλαντεία.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, das Aufhängen in der Schwebe, Erhalten, s. ταλαντεία.

Greek (Liddell-Scott)

ταντᾰλεία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἀντὶ ταλαντεία, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. ταλαντεία.

Russian (Dvoretsky)

ταντᾰλεία: ἡ Plat. v. l. = ταλαντεία.