πολύστομος

Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A many-mouthed, φλέψ Hp.Oss.13; of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.67; Νεῖλος v.l. for sq. in Nic.Th. 175.    II uttered by many mouths, φήμη Nonn.D.26.275.

German (Pape)

[Seite 674] vielmündig, sp. D., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστομος: -ον, ὁ ἔχων στόματα, φλὲψ Ἱππ. 277. 56· Νεῖλος Νικ. Θηρ. 175. ΙΙ. ὁ πολλὰ λαλῶν, λάλος, φήμη Νόνν. Δ. 26. 277· ἠχὼ ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστομος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.)
2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος
μσν.-αρχ.
αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Russian (Dvoretsky)

πολύστομος: многоговорящий (εἴς τι Plut.).