ἐνόλμιος

Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 849] = Folgdm, bei Suid. μαντικός erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόλμιος: -ον, μαντικός, Σοφ. Ἀποσπ. 875 (Ἐτυμ. Μ. 344, 40).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que está en el trípode, e.e., adivino epít. de Apolo, S.Fr.1044, cf. ἔνολμις Phot.ε 997.

Greek Monolingual

ἐνόλμιος και ἔνολμος, -ον (Α) όλμος
αυτός που κάθεται πάνω στον τρίποδα, μαντικός (επίθ. του Απόλλωνος).

Russian (Dvoretsky)

ἐνόλμιος: и ἔνολμος 2 восседающий на треножнике (эпитет Аполлона) Soph.