προμαραίνομαι
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
Russian (Dvoretsky)
προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.
προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.