σελάννα

Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek Monolingual

ἁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

σελάννᾱ: ἡ эол. = σελήνη.