οἰστροδόνητος

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, = foreg., Id.Supp.573(lyr.), Ar.Th.324 (lyr.):—also οἰστρό-δονος, ον, A.Supp.16(anap).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).