κρόκες
English (LSJ)
αἱ, metapl. nom. pl. of sq.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκες: -αἱ, πληθ. ὀνομ. κατὰ μεταπλ. τοῦ ἑπομ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκες: αἱ pl. к *κρόξ.
αἱ, metapl. nom. pl. of sq.
κρόκες: -αἱ, πληθ. ὀνομ. κατὰ μεταπλ. τοῦ ἑπομ.
κρόκες: αἱ pl. к *κρόξ.