[Seite 1073] att. statt τάσσω.
τάττω: Ἀττ. ἀντὶ τάσσω.
néo-att. c. τάσσω.
Α(αττ. τ.) βλ. τάσσω.
τάττω: Αττ. αντί τάσσω.
τάττω: атт. = τάσσω.