ἀπαί

Revision as of 16:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A = ἀπό, Emp.134, D.P.51. ἀπαιάζει, corrupt in Hsch.

German (Pape)

[Seite 274] p. = ἀπό, v. l. bei Hom. Iliad. 11, 664 Hes. Sc. 409. 437; Sp. D., wie Theocr. 22, 121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαί: ποιητ. ἀντὶ ἀπό, ὡς τὰ διαί, παραί, ὑπαί, Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409, δ. γρ. ἐν Ἰλ. Λ. 664.

Spanish (DGE)

v. ἀπό.

Greek Monolingual

ἀπαὶ (ποιητ.) (Α)
από.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ποιητ. τ. απαί σχηματίστηκε από το από αναλογικά προς το υπαί: υπό].

Greek Monotonic

ἀπαί: ποιητ. αντί ἀπό, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαί: Hes. = ἀπό.