ἀπολιμπάνω

Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Aeol. ἀπυ-, collat. form of

   A ἀπολείπω, ἀέκων σ' ἀ. Sapph.Supp.23.5, cf. Luc.Cat.7, Gal.UP4.11, POxy.1426.12 (iv A. D.): -Pass., Plu.Them.10.

German (Pape)

[Seite 312] nur praes. u. impf., ion. = ἀπολείπω, bes. bei Sp., Plut. Them. 10 u. öfter, wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιμπάνω: ἀπολείπω, συχν. παρὰ Λουκ. ὡς ἐν Κατάπλ. 7. κ. ἀλλ.: -Παθ., Πλουτ. Θεμ 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
ἀπολείπω.
Étymologie: ἀπό, λιμπάνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. ἀπυ- Sapph.94.5
I 1dejar, abandonar σ' ἀέκοισ' ἀπυλιμπάνω Sapph.l.c., πολλὰ τῶν οἰκείων Aristox.Harm.55.7, cf. Gal.3.295, τὰς νομάς D.P.Au.1.30, τὴν Θρᾴκην D.P.Au.2.18, τὰ[ς ἄλ] λας κώμας IGBulg.4.2236.81 (Escaptópara III d.C.), τὴν χώραν POxy.1426.12 (IV d.C.).
2 dejar tras sí ἠχώ τινα ... ἴχνη τῶν λόγων ... ἀπολιμπάνουσαν Luc.Im.13, cf. Gall.18, Lyd.Mag.2.1, c. inf. final ἔφορόν σε καὶ ἰατρὸν εἶναι Luc.Cat.7
abs. dejar rastro οὐκ ἀπελίμπανεν ἐκ τῆς τροφῆς αὐτοῦ Sm.Ib.20.21.
3 en v. med. alejarse τῶν ἐκεῖσε PFlor.3.15 (III d.C.).
II gram.
1 tr. perder, quedarse sin λέξιν σημαίνουσάν τι A.D.Adu.203.18.
2 intr. faltar en el v. deponente ἀπολιμπάνουσιν τά τε ἐνεργητικά EM 400.45G.
en v. med. ser defectivo τετραχὼς γὰρ ἀπολιμπάνονται αἱ φωναὶ τῶν ῥημάτων EM 400.51G.

Greek Monolingual

ἀπολιμπάνω (Α) λιμπάνω
απολείπω.

Greek Monotonic

ἀπολιμπάνω: μεταγεν. τύπος του ἀπολείπω, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιμπάνω: Plut., Luc. = ἀπολείπω.