Βοιωτίδιον

From LSJ
Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek (Liddell-Scott)

Βοιωτίδιον: [τῖ], τό, ὑποκορ. τοῦ Βοιωτός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 872.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ῑδ-]
pequeño beocio dim. cóm. de Βοιώτιος Ar.Ach.872.

Greek Monotonic

Βοιωτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του Βοιωτός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Βοιωτίδιον: τό шутл. маленький беотиец Arph.