διακονική
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Russian (Dvoretsky)
διᾱκονική: ἡ (sc. τέχνη) искусство служения Plat.
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
διᾱκονική: ἡ (sc. τέχνη) искусство служения Plat.